- σωφρονιστικός
- -ή, -ό / σωφρονιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σωφρονιστής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωφρονισμό, στην προσπάθεια και στις μεθόδους που εφαρμόζει κανείς για να σωφρονίσει κάποιον («λόγοι σωφρονιστικοί», Πολυδ.)νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η σωφρονιστική(νομ.) επιστήμη που ασχολείται με την ποινική αντιμετώπιση τού καταδικασμένου εγκληματία, την γενικότερη νομική του κατάσταση και την ορθή εκτέλεση τής ποινικής απόφασης γι' αυτόν, από την έκδοσή της ώς την επάνοδό του στην κοινωνία2. φρ. α) «σωφρονιστικό δίκαιο»(νομ.) το σύνολο τών νομικών διατάξεων που αφορούν στον σωφρονισμό τών καταδικασμένων σε κράτηση, φυλάκιση ή κάθειρξη, ανάλογα με το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκαν και τους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς όρους τελέσεώς τουβ) «σωφρονιστικό σύστημα»(νομ.) το σύνολο τών κανόνων και ρυθμίσεων που αποβλέπουν στη χάραξη ενός ορθολογικού και αποτελεσματικού σχεδιασμού για την έκτιση μακροχρόνιων ποινών κατά τής ελευθερίαςγ) «σωφρονιστικό κατάστημα» — το κτήριο ή το κτηριακό συγκρότημα όπου εκτίονται οι στερητικές τής ελευθερίας ποινές, η φυλακήδ) «σωφρονιστικός κώδικας»(ποιν. δίκ.) το σύνολο τών νομικών διατάξεων που αφορούν στον τόπο και στον τρόπο έκτισης τών στερητικών τής ελευθερίας ποινών.
Dictionary of Greek. 2013.